- άνοπλος
- ἄνοπλος, -ον (Α)1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι*3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.
Dictionary of Greek. 2013.